- σκώπευμα
- σκώπ-ευμα, ατος, τό,=A
σκώψ 2
, A.Fr.79.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκώψ 2
, A.Fr.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκώπευμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώπευμα — τὸ, Α χορός κατά τον οποίο γινόταν μίμηση τής γλαύκας, αλλ. σκώψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός, μέσω αμάρτυρου ρ. *σκωπεύω] … Dictionary of Greek
σκωπευμάτων — σκώπευμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωπίας — ὁ, Α σκώπευμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός + κατάλ. ίας (πρβλ. πλασματ ίας)] … Dictionary of Greek